- ταξιθετώ
- Ν [ταξιθέτης]1. τοποθετώ στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, ταξινομώ2. (σχετικά με χώρους δημόσιων θεαμάτων) είμαι ταξιθέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταξιθετώ — ταξιθέτησα, ταξιθετήθηκα, ταξιθετημένος 1. τοποθετώ στη σειρά, ταχτοποιώ, ταξινομώ: Ο ταχυδρόμος πρώτα ταξιθετεί τις επιστολές του. 2. είμαι ταξιθέτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταξιθέτηση — η, Ν [ταξιθετώ] 1. η ενέργεια τού ταξιθετώ, τακτοποίηση, ταξινόμηση 2. (οικον.) (στην οργάνωση επιχειρήσεων) τοποθέτηση σε ορισμένο χώρο πραγμάτων που έχουν ήδη ταξινομηθεί … Dictionary of Greek
κλασάρω — κατατάσσω έγγραφα με κλασέρ, ταξινομώ, ταξιθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. classer + κατάλ. άρω χαρακτηριστική τών ξενικής προελεύσεως ρημάτων (πρβλ. αριβ άρω, κοντρολ άρω)] … Dictionary of Greek
μετευθύνω — (Α) τοποθετώ σε σειρά, ταξιθετώ, διευθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εὐθύνω (< αὐθύς)] … Dictionary of Greek
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek